βινύλιο

βινύλιο
(vinyl). Είδος πλαστικού που χρησιμοποιείται ευρύτατα στη βιομηχανία (π.χ. Τεφλόν). Ο όρος β. συνδέθηκε όμως και με την εξέλιξη της δισκογραφικής βιομηχανίας, και ευρύτερα την οικιακή αναπαραγωγή της μουσικής, καθώς από αυτό το υλικό κατασκευάζονταν οι δίσκοι (33 και 45 στροφών) που αντικατέστησαν τη δεκαετία του 1950 τους δίσκους γραμμοφώνου. Μέχρι την εμφάνιση πρώτα της κασέτας και μετά του ψηφιακού δίσκου (cd) στη μουσική βιομηχανία, το β. ήταν το μοναδικό μέσο αναπαραγωγής της ηχογραφημένης μουσικής και βασικός παράγοντας διάδοσής της. Σήμερα, εξακολουθούν να κατασκευάζονται, σε περιορισμένα αντίτυπα συνήθως, δίσκοι β. για αναπαραγωγή σε πικάπ, αλλά με την επικράτηση των ψηφιακών μέσων, στον 21ο αι. τείνουν να αποκτήσουν κυρίως συλλεκτική αξία. Στην Ελλάδα, δεν υπάρχουν πλέον εργοστάσια κατασκευής δίσκων β. και ένα από τα τελευταία της Ευρώπης βρίσκεται στην Τσεχία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πλαστικές ύλες — Οργανικές ενώσεις με υψηλό μοριακό βάρος, αδιάλυτες στο νερό, στερεές στη συνηθισμένη θερμοκρασία, οι οποίες χαρακτηρίζονται ανάλογα με τη δυνατότητα επεξεργασίας τους με την τεχνική των εκμαγείων και της συμπίεσης. Οι πλαστικές ύλες μπορούν να… …   Dictionary of Greek

  • ήχου, εγγραφή — Σύνολο τεχνικών λειτουργιών που επιτρέπουν τη μεταφορά των χαρακτηριστικών του ήχου πάνω σε ένα κατάλληλο υλικό, ικανό να το διατηρεί και να το αναπαράγει. Η ε.ή. μπορεί να γίνει με μεθόδους οπτικο φωτογραφικές (που χρησιμοποιούνται για τον… …   Dictionary of Greek

  • Роккос, Стелиос — Стелиос Роккос Основная информация Дата рожден …   Википедия

  • πολυβινυλοπυρρολιδόνη — η, Ν (χημ. τεχνολ.) συνθετικό, γνωστό με την βραχυγραφία PVP, που χρησιμοποιείται για την παραγωγή υλικών επικαλύψεων, συγκολλητικών ουσιών κ.ά. εφαρμογές. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. αγγλ. polyvinylpyrrolidone < poly (< πο λυ *)… …   Dictionary of Greek

  • πολυβινύλιο — το, Ν χημ. συνοπτική ονομασία τών βινυλικών πολυμερών. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. αγγλ. polyvinyl < poly (< πολυ *) + vinyl «βινύλιο»] …   Dictionary of Greek

  • σιλικόνες — Γενική ονομασία μιας ομάδας οργανο πυριτικών υψηλο πολυμερών ενώσεων η οποία, από άποψη δομής, βασίζεται σ’ ένα σκελετό σχηματισμένο με δεσμούς πυρίτιο οξυγόνο και πυρίτιο άνθρακας. Ανάλογα με τα χρησιμοποιούμενα αρχικά μονομερή και τις συνθήκες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”