- βινύλιο
- (vinyl). Είδος πλαστικού που χρησιμοποιείται ευρύτατα στη βιομηχανία (π.χ. Τεφλόν). Ο όρος β. συνδέθηκε όμως και με την εξέλιξη της δισκογραφικής βιομηχανίας, και ευρύτερα την οικιακή αναπαραγωγή της μουσικής, καθώς από αυτό το υλικό κατασκευάζονταν οι δίσκοι (33 και 45 στροφών) που αντικατέστησαν τη δεκαετία του 1950 τους δίσκους γραμμοφώνου. Μέχρι την εμφάνιση πρώτα της κασέτας και μετά του ψηφιακού δίσκου (cd) στη μουσική βιομηχανία, το β. ήταν το μοναδικό μέσο αναπαραγωγής της ηχογραφημένης μουσικής και βασικός παράγοντας διάδοσής της. Σήμερα, εξακολουθούν να κατασκευάζονται, σε περιορισμένα αντίτυπα συνήθως, δίσκοι β. για αναπαραγωγή σε πικάπ, αλλά με την επικράτηση των ψηφιακών μέσων, στον 21ο αι. τείνουν να αποκτήσουν κυρίως συλλεκτική αξία. Στην Ελλάδα, δεν υπάρχουν πλέον εργοστάσια κατασκευής δίσκων β. και ένα από τα τελευταία της Ευρώπης βρίσκεται στην Τσεχία.
Dictionary of Greek. 2013.